- φηγότευκτος
- φηγότευκτος, ον,A oaken,
μόσσυν Lyc.1432
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόσσυν Lyc.1432
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φηγότευκτος — ον, Α (ποιητ. τ.) κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] … Dictionary of Greek
φηγότευκτον — φηγότευκτος oaken masc/fem acc sg φηγότευκτος oaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)